ἀναδενδράδα

ἀναδενδράδα
ἀναδενδράς
vine that grows up trees
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναδενδράδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται φυτά που αναρριχώνται σε δέντρα. Ειδικότερα όμως o όρος χρησιμοποιείται για τα αμπέλια που στηρίζονται πάνω σε δέντρα ή τεχνητά στηρίγματα, δηλαδή τις γνωστές μας κρεβατίνεςκληματαριές. * * * και αναδεντράδα, η (Α… …   Dictionary of Greek

  • δράνα — και ντράνα, η 1. αυλακωτή φυτεμένη περιοχή 2. αναδενδράδα, αναρριχώμενο φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μτγ. δράνος, το «κατασκεύασμα» ή < αναδενδράνα, κατ απόσπασιν, < αναδενδράδα < αρχ. αναδενδράς ( άδος)] …   Dictionary of Greek

  • αναδενδρίτης — ἀναδενδρίτης (ενν. οἶνος), ο (Α) [ἀναδενδράς] (κρασί) που παράγεται από αναδενδράδα, από κληματαριά …   Dictionary of Greek

  • αναδεντράδα — αναδεντρώνω, αναδέντρωση, κ.λπ. βλ. αναδενδράδα, αναδενδρώνω, αναδένδρωση …   Dictionary of Greek

  • κληματαριά — Φυτό αμπελιού που αναρριχάται σε δοκάρια ή τοίχους κατοικιών ή καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις. Το κλάδεμά του γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε τα καρποφόρα κλαδιά να βρίσκονται σε αρκετή απόσταση από το έδαφος. Η καλλιέργεια της κ. ήταν πολύ… …   Dictionary of Greek

  • υιόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀναδενδράδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού υιή* (II)] …   Dictionary of Greek

  • u̯ei-1, u̯ei̯ǝ- : u̯ī- —     u̯ei 1, u̯ei̯ǝ : u̯ī     English meaning: to turn, bend, wind, *branch out     Deutsche Übersetzung: “drehen, biegen”; vielfach von biegsamen Zweigen, Flechtwerk, Rankengewächsen     Note: Root u̯ei 1, u̯ei̯ǝ : u̯ī : “to turn, bend, wind,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”